γρίπος

γρίπος
ο
1) рыболовная сеть; невод; 2) трал; волочильная сеть; 3) тралер;

§ τον έπιασε ο γρίπος — или πιάστηκε στο γρίπο — он попался в любовные сети;

τον πήρε ο γρίπος — теперь он погиб, он пропал


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γρίπος" в других словарях:

  • γρῖπος — γρῖφος fishing basket masc nom sg γρῖπος haul masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρίπος — ο 1. αλιευτικό δίχτυ. 2. το καΐκι που έχει γρίπους, η τράτα. 3. σκοινί ή σύρμα με το οποίο βγάζουν από τη θάλασσα αντικείμενα που έχουν βυθιστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρίφος — Δυσνόητη και ακατάληπτη φράση. Οι γ. συντάσσονται με λέξεις, αριθμούς, σχέδια και γράμματα. Πολλές φορές μάλιστα ένας γ. μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά από τα στοιχεία αυτά μαζί. Ανάμεσα σε εικόνες μπορούν να παρεμβληθούν γράμματα, συλλαβές ή και …   Dictionary of Greek

  • Greifen — Greifen, verb. irreg. Imperf. ich griff; Mittelw. gegriffen; welches in doppelter Gestalt üblich ist. I. Als ein Neutrum, mit dem Hülfsworte haben, mit ausgesperrten und gekrümmten Klauen oder Fingern schnell und gewaltsam anfassen. 1. Eigentlich …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • γρίπιση — η [γρίπος] έρευνα τού βυθού με μηχανικά μέσα για τον εντοπισμό βυθισμένων αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • γρίπων — γρίπων, ο (Α) [γρίπος] ο γριπεύς …   Dictionary of Greek

  • γριπάρης — και γρυπάρης ο [γρίπος ή γρύπος] 1. ο γριπεύς, αυτός που ψαρεύει με γρίπο 2. αυτός που κατασκευάζει γρίπους …   Dictionary of Greek

  • γριπίζω — (Μ γριπίζω) [γρίπος] γριπεύω …   Dictionary of Greek

  • γριπεύς — γριπεύς, ο (Α) [γρίπος] 1. ψαράς 2. αυτός που κατασκευάζει αλιευτικά δίχτυα …   Dictionary of Greek

  • γρύπος — ο ο γρίπος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»